- εικοσαδικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην εικοσάδα: Εικοσαδική αρίθμηση (που γίνεται με εικοσάδες: 20 - 40 - 60 κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικοσαδικός — ή, ό αυτός που έχει ως βάση την εικοσάδα … Dictionary of Greek